ἀκαταιτίατος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not to be accused, J.BJ4.3.10, al.; not to be accused, blameless, ib.2.14.8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταιτίᾱτος: -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, ἀθῷος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.
Full diacritics: ἀκαταιτίᾱτος | Medium diacritics: ἀκαταιτίατος | Low diacritics: ακαταιτίατος | Capitals: ΑΚΑΤΑΙΤΙΑΤΟΣ |
Transliteration A: akataitíatos | Transliteration B: akataitiatos | Transliteration C: akataitiatos | Beta Code: a)kataiti/atos |
ον,
A not to be accused, J.BJ4.3.10, al.; not to be accused, blameless, ib.2.14.8.
ἀκαταιτίᾱτος: -ον, = ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κατηγορήσῃ, ἀθῷος, Ἰωσήπ. Ἰουδ. πόλ. 1. 24, 8, Κύριλλ., κτλ.