τετράθυρος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον,
A with four doors or openings, Arist.HA628a13, Callix.1; κιβωτός prob. l. in IG12.330.2.
German (Pape)
[Seite 1097] mit vier Thüren, Arist. H. A. 9, 41.
Greek (Liddell-Scott)
τετράθῠρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.