κατακρίσιμος
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
[κρῐ], ον,
A condemned: κατακρίσιμοι convicts, Peripl.M.Rubr.59. II of a case, ready to be judged, Sammelb. 5230.18 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1356] zu verdammen, verdammlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρίσιμος: -ον, ὁ κατακεκριμένος, κατάδικος· ἡ χώρα ἀπὸ κατακρισίμων κατεργάζεται Ἀρρ. Περίπλ. σ. 33.