ἀνυπόστολος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ον,
A using no concealment, frank, fearless, ῥήτωρ Poll.4.21; τὸ ἀ. τῆς ὀργῆς J.AJ16.3.1. Adv. -λως D.Chr.13.16, Phld.Rh.1.109S., Alciphr.3.39, etc.
German (Pape)
[Seite 266] unverhohlen, ohne Scheu, Sp., wie Ios.; auch adv. -στόλως, z. B. ὁμιλεῖν Alciphr. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστολος: -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, ἐλεύθερος, παρρησιαστικός, ἄφοβος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως Πολυδ. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ.