ἀνυπόστολος
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
English (LSJ)
ἀνυπόστολον, using no concealment, frank, fearless, ῥήτωρ Poll.4.21; τὸ ἀ. τῆς ὀργῆς J.AJ16.3.1. Adv. ἀνυποστόλως D.Chr.13.16, Phld.Rh.1.109S., Alciphr.3.39, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene disimulo, franco de un orador, Poll.4.21, τὰν τᾶς πόλιος ἀνυπό[σ] τολον εὐχαριστίαν SEG 26.1817.58 (Arsínoe, Cirenaica II/I a.C.)
•subst. τὸ ἀνυπόστολον τῆς ὀργῆς I.AI 16.69.
2 adv. -ως francamente ἐβόα ... ἀνδρείως τε καὶ ἀνυποστόλως D.Chr.13.16, δεικνύειν Phld.Lib.4p.19, cf. Rh.2.14.21Aur., Alciphr.2.37.3.
German (Pape)
[Seite 266] unverhohlen, ohne Scheu, Sp., wie Ios.; auch adv. -στόλως, z. B. ὁμιλεῖν Alciphr. 3, 39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπόστολος: -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, ἐλεύθερος, παρρησιαστικός, ἄφοβος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως Πολυδ. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ.