ἀνουθέτητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unwarned, unadmonished, Isoc.2.4, D.Ep.3.11. 2 that will not be warned, Men.Mon.49, Plu.2.283f.
German (Pape)
[Seite 242] ungewarnt, Isocr. 2, 4; der sich nicht warnen läßt, Dem. ep. 3; Clem. Al.; παῤῥησία Man. monost. 49.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνουθέτητος: -ον, ὁ μὴ νουθετηθείς, Ἰσοκρ. 15C: 2) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ νουθεσίαν, Δημ. 1477.14, Μενάνδρου Μονόστ. 49.