ἀσυνάρμοστος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ον,
A unfitting, unsuitable, Plu.2.709b; τὸ ἀ. incongruity, S.E. P.1.43.
German (Pape)
[Seite 380] = folgdm, Plut. Symp. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάρμοστος: -ον, ὁ μὴ συναρμοζόμενος, ἀκατάλληλος, Πλούτ. 2. 709Β.