ἀπρόσθικτος
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ον,
A untouched, not to be touched, Hsch. s.v. ἀπροτίμαστος.
German (Pape)
[Seite 339] unberührt, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσθικτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐγγίσῃ, «ἄψαυστος» Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀπροτίμαστος.