μείλιγμα

From LSJ
Revision as of 11:39, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείλιγμα Medium diacritics: μείλιγμα Low diacritics: μείλιγμα Capitals: ΜΕΙΛΙΓΜΑ
Transliteration A: meíligma Transliteration B: meiligma Transliteration C: meiligma Beta Code: mei/lgma

English (LSJ)

ατος, τό, (μειλίσσω)

   A that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ scraps with which the master appeases the hunger of his dogs, Od.10.217; μειλίγματα προσφέρειν E.Fr.1053: sg., Nic.Fr.75: metaph., γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον A.Eu.886; μ. νούσου Nic.Th.896; λύπης Ph.2.28 (pl.); τῆς ὀργῆς Plu.Pomp.47; πλούτου μειλίγματα Epic.Oxy.1015.19.    2 pl., propitiatory offerings to the dead, A. Ch.15, Eu.107, Parth.12.1, Ant.Lib.25.5.    3 darling, fondling, Χρυσηΐδων μ., of Agamemnon, A.Ag.1439.    II soothing song, λιγεῶν μειλίγματα Μουσέων Theoc.22.221.    2 pl., μ. θρασειῶν μεταφορῶν phrases which soften bold metaphors, Longin.32.3.

Greek (Liddell-Scott)

μείλιγμα: τό, (μειλίσσω) πᾶν ὅ,τι χρησιμεύει πρὸς καταπράϋνσιν, ἐν τῷ πληθ. μειλίγματα θυμοῦ, τὰ μειλίσσοντα καὶ καταπραΰνοντα τὴν πεῖναν τῶν κυνῶν, τεμάχια κρεῶν κ. τὰ τοιαῦτα, Ὀδ. Κ. 217· μειλίγματα προσφέρειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1040· καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Νικ. παρ’ Ἀθην. 51D· ― μεταφορ., γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Αἰσχύλ. Εὐμ. 886· μ. νόσου Νικ. Θ. 896· τῆς ὀργῆς Πλουτ. Πομπ. 47. 2) ἐν τῷ πληθ., ἱλαστήριοι προσφοραὶ πρὸς τοὺς νεκρούς, Λατιν. inferiae, Αἰσχύλ. Χο. 15, Εὐμ. 107· ὡσαύτως ἐναγίσματα. 3) παρ’ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1439, ὁ Ἀγαμέμνων καλεῖται Χρυσηίδων μείλιγμα, δηλ. ὁ ἐραστὴς τῆς Χρυσηΐδος. ΙΙ. καταπραϋντικὸν ᾆσμα, Θεόκρ. 22. 221· ― ἐν τῷ πληθ., ἤπιοι λόγοι, Λογγῖν. 32. 3.