χειροβρώς

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροβρώς Medium diacritics: χειροβρώς Low diacritics: χειροβρώς Capitals: ΧΕΙΡΟΒΡΩΣ
Transliteration A: cheirobrṓs Transliteration B: cheirobrōs Transliteration C: cheirovros Beta Code: xeirobrw/s

English (LSJ)

ῶτος, ὁ, ἡ,

   A gnawing the arms, δεσμός Stesich.4.

German (Pape)

[Seite 1345] ῶτος, die Hände verzehrend, nagend, reibend, δεσμός Stesich. bei Zenob. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

χειροβρώς: ῶτος, ὁ, ἡ, ὁ βιβρώσκων, ἀναλίσκων τὰς σάρκας τῆς χειρός, δεσμὸς Στησίχορος 4· «χειροβρῶτι δεσμῷ. τοῖς πυκτικοῖς ἱμᾶσι· διὰ τὸ τὰς σάρκας διακόπτειν καὶ ἀναλίσκειν. Βέλτιον δὲ τὸν δεσμὸν ἀκούειν τὸν ἀποβιβρώσκοντα τὼ χεῖρε· ἐδέθη γὰρ ἐν τινι πέτρᾳ, ὡς Στησίχορος ἐν ἀρχῇ τῶν ἐπὶ Πελίᾳ ἄθλων» Ζηνόβ. 6. 44 ἐν Παροιμιογράφ. σ. 390, ἔκδ. Gaisf., πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέγει.