δυσαρέστημα
From LSJ
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
ατος, τό, Medic.,
A malaise, distress, Antyll. ap. Stob.4.37.15, Sor.1.26.
German (Pape)
[Seite 676] τό, Unannehmlichkeit, Antyll. Stob. fl. 101, 15; Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαρέστημα: τό, δυσάρεστον γεγονός, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. Ἀνθολ. 546. 27.