σπατάγγης
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A sea-urchin, Sophr.102, Ar.Fr.409, Arist.HA530b4; πάταγγας acc. pl., Poll.6.47 (v.l. πάταγα, παταγας).
Greek (Liddell-Scott)
σπατάγγης: -ου, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἐχίνου, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 5, 2· αἰτιατ. πληθ. πατάγγας, Πολυδ. Ϛ΄, 47. - Καθ’ Ἡσύχ. «οἱ μεγάλοι ἐχῖνοι οἱ θαλάσσιοι».