παροξυντέον
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.