ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: ἀδικητέον | Medium diacritics: ἀδικητέον | Low diacritics: αδικητέον | Capitals: ΑΔΙΚΗΤΕΟΝ |
Transliteration A: adikētéon | Transliteration B: adikēteon | Transliteration C: adikiteon | Beta Code: a)dikhte/on |
A one ought to do wrong, Pl.R.365e; φαμὲν ἑκόντας ἀ. εἶναι Id.Cri.49a.
ἀδικητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀδικέω = πρέπει τις νὰ πράττῃ ἀδικίαν, Πλάτ. Πολ. 365 Ε˙ φαμὲν ἑκόντας ἀδ. εἶναι, ὁ αὐτ. Κρίτων 49Α.