ἀναχαίτισμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, = foreg., dub.l. in Plu.2.611f:—also ἀναχαιτ-ισμός, ὁ, = foreg., Lyd.Mag.2.15,3.52.
German (Pape)
[Seite 215] τό, das Zurückziehen, Zurückhalten, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχαίτισμα: τό, ἡ ὀπισθοχώρησις, ὁ περιορισμός, ἡ παρακώλυσις, ἀμφ. γραφ. ἐν Πλουτ. 2. 611F.