κροτών
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A tick, Ixodes ricinus, Arist.HA552a15, Agatharch.58, Dsc.1.77, Plu.2.55e: prov., ὑγιέστερος κροτῶνος Men.318 (but Str.6.1.12 has Κρότωνος). II castor-oil tree, Ricinus communis (cf.κίκι), Hp.Mul.2.201, Thphr.HP1.10.1, 3.18.7, PRev.Laws39.3, al. (iii B. C.), etc. 2 in pl., seeds of the tree, PCair.Zen.499.10 (iii B. C.); in full, κ. κίκεως Gal.19.743. III part of the ear, Poll.2.85. (Hdn. Gr.1.36 distinguishes κροτών from Κρότων the place-name.)
Greek (Liddell-Scott)
κροτών: -ῶνος, ἢ κρότων, -ωνος, ὁ, κυνοραίστης, ἢ κυνοραϊστής, κοινῶς «τσιμποῦρι», Λατ. ricinus, κατὰ τὸν Sundevall Hippobosca ἢ Ixodes, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 18· ― ἐν τῇ Ὀδ. κυνοραίστης. ΙΙ. ὁ θάμνος ὁ παρέχων τὸν κόκκον ἐξ οὗ τὸ κροτώνιον ἔλαιον ἢ τοῦ κίκεως («ῥιστινόλαδο»), ὡς ἐκ τῆς νομιζομένης ὁμοιότητος αὐτοῦ πρὸς τὸ ζῷον κρότωνα, palma Christi ἢ ricinus communis, Ἱππ. 670. 22, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 1, κτλ.· πρβλ. κῖκι, σίλι.