εἴσκειμαι
From LSJ
χελῶναι μακάριαι τοῦ δέρματος → you tortoises are fortunate in your skin, you blessed turtles with your shell
English (LSJ)
used as Pass. of εἰστίθημι,
A to be put on board ship, Th. 6.32.
German (Pape)
[Seite 743] hineingelegt sein, darin liegen, Her. 2, 73 Thuc. 6, 32.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσκειμαι: ὡς παθ. τοῦ εἰστίθημι, εἶμαι τιθειμένος ἐντός, ἔγκειμαι, ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι Θουκ. 6. 32· πρβλ. ἔγκειμαι Ι. 1, καὶ ἴδε τὴν πρόθεσιν εἰς Ι. 2.