ἄποιος

From LSJ
Revision as of 16:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄποιος Medium diacritics: ἄποιος Low diacritics: άποιος Capitals: ΑΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ápoios Transliteration B: apoios Transliteration C: apoios Beta Code: a)/poios

English (LSJ)

ον, (ποιός)

   A without quality or attribute, στοιχεῖα Placit.1.15.8; ὕλη Zeno Stoic.1.24, Chrysipp.Stoic.2.111; ποιότης Plot.1.8.10; γεῦσις Aret.SA2.7; τὸ ἄ. Porph.Abst.1.30; ἄποιον ὕδωρ pure water, Ath.1.33c (Sup.); ἄποιος βοτάνη Orib.Fr.52; ἄποιος διαβήτης diabetes insipidus.   II (ποιεῖν) inert, ἄ. δὲ καὶ ἀδύναμον (v.l. ἀδύνατον) τὸ σῶμα καθ' αὑτό Procl.Inst.80, cf. eund. in Ti.3.337 D.

German (Pape)

[Seite 304] ohne Qualität, ohne Eigenschaft, ὕλη, Materie, Plut. adv. St. 39. Dah. ὕδωρ άποιότατον, reines, farb- u. geschmackloses Wasser, Ath. I, 33 b. Auch vom Geschmack, γεῦσις, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἄποιος: -ον, (ποιὸς) ἄνευ ποιότητος ἢ ἰδιότητος, στοιχεῖα Δημόκρ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 17· ὕλη Πλούτ. 2. 369Α· γεῦσις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 7· ἀποιον ὕδωρ, καθαρὸν ὕδωρ, Ἀθήν. 33C.