Ἄβυδος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἡ,
A Abydos, on the Asiatic side of the Hellespont:— Ἀβυδόθεν, Adv. from Abydos, Il.4.500; Ἀβυδόθι, at Abydos, 17.584:—Adj. Ἀβυδηνός, ή, ον, of or from Abydos, Ath.13.572e, etc.: prov., Ἀ. ἐπιφόρημα a dessert of Abydos, i.e. something unpleasant, variously expl., Zen.1.1, etc.; μὴ εἰκῆ τὴν Ἄβυδον (sc. πατεῖν) Paus.Gr.Fr.2: Ἀβυδοκόμης (Ἀβυδηνοκώμης or -κόμος Zen. 1.1), ου, ὁ = ὁ ἐπὶ τῷ συκοφαντεῖν κομῶν, Ar.Fr.733.
Greek (Liddell-Scott)
Ἄβῡδος: ἡ, πόλις ἐπὶ τῆς Ἀσιατικῆς ἀκτῆς τοῦ Ἑλλησπόντου. ― Ἀβῡδόθεν, ἐπίρρ. = ἐξ Ἀβύδου, Ἰλ. Δ. 500. ― Ἀβυδόθι, ἐν Ἀβύδῳ, Ἰλ. Ρ. 584. ― ἐπίθ. Ἀβυδηνός, ή, όν· ἐξ Ἀβύδου, Ἀθ. 572. F. κολ. ― Παροιμ. Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα = ἐπιδόρπιον ἐξ Ἀβύδου, ὅ ἐ. δυσάρεστόν τι· πολλαχῶς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν Παροιμιογράφων· «ἀπὸ τοῦ ὑπ’ αὐτῶν συκοφαντεῖσθαι τοὺς ξένους». Ἡσύχ. ― Ἀβυδηνοκόμης ἢ Ἀβυδοκόμης, ου, ὁ· = ὁ ἐπί τῷ συκοφαντεῖν κομῶν. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 568, ἔνθα ἴδ. Δινδ.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
Abydos :
1 cité de Troade sur l’Hellespont, en face de Sestos;
2 ville d’Égypte.