ἀγενεαλόγητος
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ον,
A of unrecorded descent, Ep.Heb.7.3.
German (Pape)
[Seite 12] ohne Geschlechtsregister, N. T. neben ἀπάτωρ, ἀμάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγενεᾱλόγητος: -ον, ὁ ἄνευ γενεαλογίας, οὗ ἡ σειρὰ τῆς γενεαλογίας ἀγνοεῖται, πρβλ. ἀπάτωρ, ἀμήτωρ. Πρὸς Ἑβρ. ζϳ. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans généalogie connue, sans descendance connue.
Étymologie: ἀ, γενεαλογέω.