φιλοπτόλεμος
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
φῐλόπτολις, poet. for φιλοπόλεμος, φιλόπολις.
German (Pape)
[Seite 1284] poet. statt φιλοπόλεμος, Hom.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπτόλεμος: φῐλόπτολις, ποιητ. ἀντὶ φιλοπόλεμος, φιλόπολις.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. φιλοπόλεμος.