ἐξαναλίσκω

Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

pf. Pass.

   A ἐξανήλωμαι Hp.Nat.Puer.30, but -ανάλωμαι Pl.Com.175:—spend entirely, τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων ἐ. Plu.Pomp.20:— Pass., τὰ ἀλλότρι' . . ἐξανάλωται Pl.Com. l. c.; τὰ παρ' ἐμοῦ ἐξανηλωμένα D.50.15.    2 exhaust, ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος [τὸ ὑγρόν] Thphr. Vent.15, etc.; ἐ. δύναμιν ἔν τινι Plu.Cat.Mi.20:—Pass., to be used up, exhausted, Arist.GA750a34; εἴς τι Hp.Nat.Puer. l. c.; διὰ τῆς καθάρσεως Sor.1.31; πόνος ἐξανηλώθη Babr.95.44.    3 destroy utterly, ἐξαναλῶσαι γένος A.Ag.678:—Pass., ἐξανήλωνται δ' οἵ τ' ἴδιοι πάντες οἶκοι καὶ τὰ κοινὰ τῇ πόλει D.13.27, Aeschin.3.103.

German (Pape)

[Seite 868] (s. ἀναλίσκω), ganz verbrauchen, verwenden; τὰ ἀλλότρι' ἐξανάλωται ταχύ Plat. com. bei Ath. IX, 367 d. Uebertr., ἐξαναλῶσαι γένος, zu Grunde richten, Aesch. Ag. 664; durch Geldaufwand erschöpfen, ἐξανήλωνται οἱ ἴδιοι οἶκοι Dem. 13, 27, wie 50, 15; ἐξανηλωμένοι ἐν τῷ πολέμῳ, mit παντελῶς ἀπόρως διακείμενοι verbunden, Aesch. 3, 103; ἐξανηλίσκοντο οἱ ναύκληροι Strab. 8, 378.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰνᾱλίσκω: μέλλ. -λώσω: παθ. πρκμ. ἐξανήλωμαι. Καταδαπανῶ, «κατεξοδεύω», ἐπὶ χρημάτων, Πομπήιος δέ, τὰ πλεῖστα τῶν ἰδίων ἐξανηλεκὼς Πλουτ. Πομπ. 20. ― Παθ., τὰ ἀλλότρι’ ἐξανήλωται ταχὺ Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 3· τὰ παρ’ ἐμοῦ ἐξανηλωμένα Δημ. 1211. 6. 2) ἐξαντλῶ, ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος τὸ ὑγρὸν Θεόφρ. π. Ἀνέμων 15, κτλ.· ἐξ. δύναμιν ἔν τινι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 20. ― Παθ., ἐξαναλίσκομαι, ἐξαντλοῦμαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 17· πόνος ἐξανηλώθη Βαβρ. 95. 44. 3) καταστρέφω, ἐξαφανίζω ὁλοσχερῶς, ἐξαναλῶσαι γένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 678. ― Παθ., ὡσαύτως, ἐξανήλωνται δὲ οἵ τε ἴδιοι πάντες οἶκοι καὶ τὰ κοινὰ Δημ. 174. 13, Αἰσχίν. 68. 19· πρβλ. δαπανάω.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαναλώσω, pf. Pass. ἐξανήλωμαι;
1 dépenser complètement (sa fortune ou celle d’autrui) acc.;
2 consumer, épuiser, enlever (l’humidité, les forces, etc.) ; détruire (une race, une armée, etc.).
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.