ἀπροσπέλαστος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
ον,
A unapproachable, Str.1.2.9, Plu.Ant.70.
German (Pape)
[Seite 339] unnahbar, Strab. 1, 2 p. 20, von einem Hafen; Plut. Ant. 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροσπέλαστος: -ον, ἀπλησίαστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Στράβ. 20, Πλουτ. Ἀντών. 70.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσπελάζω.