ἀμφιπτυχή
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A folding round, embrace, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς E.Ion519.
German (Pape)
[Seite 142] ἡ, Umarmung, σώματος δὸς ἀμφιπτυχάς Eur. Ion 531.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιπτῠχή: ἡ, περίπτυξις, ἐναγκαλισμός, σώματος δὸς ἀμφιπτυχὰς Εὐρ. Ἴων 519.