θεόμορφος
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ον,
A of form divine, AP12.196 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1196] von göttlicher Gestalt, Strat. 38 (XII, 196).
Greek (Liddell-Scott)
θεόμορφος: -ον, θείαν ἔχων μορφή, Ἀνθ. Π. 12. 196· - οὐσιαστ. θεομορφία, ἡ, Θ. Στουδ. σ. 1273, ἔκδ. Μί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’une forme ou d’une beauté divine.
Étymologie: θεός, μορφή.