ἀγροικία
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ἡ,
A rusticity, boorishness, Pl.Grg.461c, R.560d, al.; cf.Arist.EN1108a26. II the country, Herod.1.2, Inscr.Magn. 8, SIG344.100 (Teos), Muson.Fr.11p.60H., Plu.2.519a, Longus 1.13, Aristid.Or.47(23).45; pl., Plu.2.311b. III in pl., countryhouses, D.S.20.8, Nymphod.12, M.Ant.4.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροικία: ἡ, τραχύτης, ἄγροικος χαρακτήρ, Πλάτ. Γοργ. 461 C, Πολ. 560 D, καὶ ἀλλ.· - πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 13. ΙΙ. ἡ χώρα, οἱ ἀγροί, Λατ. rus, Πλούτ. 2. 519 Α· πλθ., ὁ αὐτ. 311 Β: - ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐν τοῖς ἀγροῖς ἐξοχικαὶ οἰκίαι, Διοδ. 2. 8.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 séjour, résidence à la campagne;
2 mœurs rustiques, grossièreté.
Étymologie: ἀγροῖκος.