παροίγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροίγνυμι Medium diacritics: παροίγνυμι Low diacritics: παροίγνυμι Capitals: ΠΑΡΟΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: paroígnymi Transliteration B: paroignymi Transliteration C: paroignymi Beta Code: paroi/gnumi

English (LSJ)

or παροίγω,

   A open at the side or a little, half-open, πύλας E.IA857, παροίξας τῆς θύρας having opened a bit of the door, put it ajar, Ar.Pax30.

German (Pape)

[Seite 524] und παροίγω (s. οἴγνυμι), ein wenig, halb öffnen, Herm. h. Hom. Merc. 152; πύλας παροίξας, Eur. Iph. Aul. 857; σκέψομαι τῃδὶ παροίξας τῆς θύρας, Ar. Pax 30, welche Verbindung mit dem gen. Moeris für attisch erklärt; παρεῳγμένης τῆς θύρας, B. A. 60 für besser erkl. als παρανεῳγμένης.

Greek (Liddell-Scott)

παροίγνυμι: ἢ παροίγω, ἀνοίγω κατὰ τὰ πλάγια ἢ ὀλίγον, «μισανοίγω», Ἕρμανν. εἰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 152· πύλας π. Εὐρ. Ι. Α. 857· παροίξας τὴς θύρας, ἀνοίξας ὀλίγον τὴν θύραν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 30. - Κατὰ τὸν Μοῖριν ἐν σελ. 315: «παροίξας τῆς θύρας, Ἀττικῶς. παρανοίξας τὴν θύραν Ἑλληνικῶς», πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 693 καὶ Α. Β. σ. 60, 19.

French (Bailly abrégé)

f. παροίξω, pf. παρέῳγα;
entrouvrir, acc..
Étymologie: παρά, οἴγνυμι.