ἀγριάς
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
άδος, ἡ, = fem. of ἄγριος,
A wild, A.R.1.28; νῆσσαι Arat. 918; αἶγες Call.Aet.3.1.13; ἄμπελον ἀ. AP9.561 (Phil.), cf. Numen. ap.Ath.371c. II Ἀγριάδες, αἱ, Nymphs, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριάς: -άδος, ἡ, = ἀγρία, παράδοξον θηλ. τοῦ ἄγριος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 28, Ἄρατ., κτλ.· ἄμπελον ἀγριάδα, Ἀνθ. Π. 9. 561.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
adj. f.
sauvage ; subst. ἡ ἀγριάς (ἄμπελος) vigne sauvage, plante.
Étymologie: ἄγριος.