συζητέω
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
A search or examine together with, τινι Pl.Cra.384c, etc.; τινὶ περί τινος Id.Men.90b:—Pass., to be discussed, Demetr.Lac. Herc.1006 tit. II σ. τινί or πρός τινα dispute with... Act.Ap.6.9, 9.29, cf. POxy.1673.20 (ii A.D.); σ. πρὸς αὑτούς Ev.Marc. 1.27, Ev.Luc.22.23.
German (Pape)
[Seite 972] mit, zugleich, zusammen suchen, untersuchen; Plat. Crat. 384 c; συνεζητηκότες, S. Emp. adv. phys. 1, 358.
Greek (Liddell-Scott)
συζητέω: ἐρευνῶ ἢ ἐξετάζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλάτ. Κρατ. 384C, κτλ.· τινὶ καὶ μετά τινος, περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 90Β. ΙΙ. σ. τινὶ ἢ πρός τινα, ὡς καὶ νῦν, συζητῶ ἢ φιλονεικῶ μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ς΄, 9., θ΄, 29· σ. πρὸς αὐτοὺς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 27, πρβλ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 23.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire des recherches avec, τινι;
2 discuter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ζητέω.