ἰσοστάσιος
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A equal in weight, χρυσός, χρυσίον, Str.4.4.5, Plu.CG17; equivalent or adequate, τινι Hp.Ep.16, Luc.DMort.10.5, D.C.44.40, Max.Tyr.6.6; τίς σοι ἰ. νεκρός; Polem.Call.46, cf. 31; ἆρα οὖν ἰ. τῷ Κρόνῳ ὁ Ζεύς; Dam.Pr.91: ἰσοστάσιον, τό, prob. name of a ἑταίρα, title of a play by Alexis. 2 equally poised, in equilibrium, metaph., Dam.Pr.122. Adv. -ίως Poll.8.11: neut. pl. as Adv., βαίνειν Ph.1.462.
German (Pape)
[Seite 1267] dasselbe, übh. gleich, Polem. 2, 31, 46; τινί, Luc. D. Mort. 10, 5; Plut. C. Gracch. 17 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοστάσιος: -ον, = τῷ προηγ., ἰσοβαρής, ἰσόζυγος, τινι Πλουτ. Γ. Γράκχ. 17, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 5· ἰσοδύναμος πρός τινα, τινι Ἱππ. 1278. 23, κτλ· πρβλ. ἰσάργυρος. ― Ἐπίρρ. -ίως, Πολυδ. Η΄, 11· οὐδ. πληθ. ὡς Ἐπίρρ., ἰσοστάσια βαίνειν Φίλων 1. 462, 12.