χρύσινος
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
[ῡ], η, ον, late form of χρύσεος, λυχνεῖα χ. Cumont
A Fouilles de Doura-Europos 372 No.13: as Subst., χρύσινος, ὁ, = χρυσοῦς 1.3, Alciphr.3.3, al., IG7.26 (Megara, v/vi A. D.), Lyd.Mag.3.27, al., Olymp.Hist.p.462D.
German (Pape)
[Seite 1380] spätere u. seltenere Form statt χρύσεος, ὁ χρ. Alciphr. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
χρύσῐνος: μεταγεν. τύπος τοῦ χρύσεος, Ἀλκίφρων 3. 3. κ. ἀλλ.· χρυσικός, παρ᾿ Εὐσεβ. ἐν Εὑαγγ. Προπ. 447D.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d’or.
Étymologie: χρυσός.