ἔντριχος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hairy, AP14.62, Sm.Ps.67(68).22; with the hair on, δέρμα Tz.ad Lyc.634. II Subst., τὸ ἔ. wig. Poll.2.30. III ἔντριχον· ἀσθενές, Hsch.
German (Pape)
[Seite 858] mit Haaren versehen, Aenigm. 23 (XIV, 62); – τὸ ἔντριχον, nach VLL. eine Art Perücke, falsches Haar, bei Poll. 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐχος: -ον, πλήρης τριχῶν, «μαλλιαρός», Ἀνθ. Π. 14. 62· μετὰ τῶν τριχῶν, δέρμα Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 634. ΙΙ. τὸ ἔντριχον, προκόμιον προσθετόν, φενάκη, «περοῦκα», Πολυδ. Β΄, 30.