συμπροπέμπω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A join in escorting, τινα Hdt.9.1, Ar.Ra.404,410, X.Cyr.1.6.1, etc.; σ. τινὰ ναυσίν Th.1.27; τὸ σῶμά τινος, in funeral procession, D.H.8.59.
German (Pape)
[Seite 990] mit, zugleich, zusammen geleiten; Ar. Ran. 403. 414; Her. 9, 1; τινὰ ναυσίν, Thuc. 1, 27; Xen. Cyr. 1, 6, 1. 3, 3, 4. 8, 4, 27.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπέμπω: προπέμπω, συνοδεύω, ὁμοῦ, τινὰ Ἡρόδ. 9. 1, Ἀριστοφ. Βάτρ. 403, 413, Ξεν., κτλ.· σ. τινὰ ναυσὶν Θουκ. 1. 27· τὸ σῶμά τινος, ἐν νεκρικῇ πομπῇ ἢ κηδείᾳ, Διονύσ. Ἁλ. 8. 59.