βραχιονιστήρ
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A armlet, Plu.Rom.17, Tz.H.13.48.
German (Pape)
[Seite 461] ῆρος, ὁ, Armband, Plut. Rom. 17.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῑονιστήρ: ῆρος, ὁ, ψέλλιον, Λατ. torques, Πλουτ. Ρωμ. 17.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
bracelet.
Étymologie: βραχίων.
Syn. ἀμφιδέαι, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.