ἀπρονόητος

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρονόητος Medium diacritics: ἀπρονόητος Low diacritics: απρονόητος Capitals: ΑΠΡΟΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: apronóētos Transliteration B: apronoētos Transliteration C: apronoitos Beta Code: a)prono/htos

English (LSJ)

ον,

   A unpremeditated, ἀκρασία Arist.MM1203a30; χώρα ἀ. an unguarded country, Plb.4.5.5; τόποι ἀ. unreconnoitred, Id.3.48.4; not the work of providence, κόσμος Ph.2.411, cf. Hierocl. in CA11p.442M.    II Act., not considering beforehand, ἡ ὀργὴ -τον X.HG 5.3.7; ἀ. καὶ ἀπαράσκευοι Plb.5.7.2, cf. Orph.Fr.233; ἀ. τῶν ἐσομένων J.Vit.13; τῶν ἐπὶ γῆς πραγμάτων Luc.Bis Acc.2, etc.; of the gods, not exercising providence, Epicur.Fr.368. Adv. -τως X.Cyr.1.4.21, etc.; ἀ. τινὸς ἔχειν Str.2.5.1; opp. προνοίᾳ, S.E.P.1.151; οἱ ἀ. θεώμενοι without previous acquaintance, Plb.10.14.8.

German (Pape)

[Seite 338] unüberlegt, Sp.; τόποι, nicht vorher durchforscht, Pol. 3. 48, 4; χώρα 4, 5, 5; gew. akt., nicht vorher überlegend, unbedachtsam, Xen. Hell. 5, 3, 7; τινός, nicht dafür besorgt, Luc. Bis acc. 2. – Adv., Xen. Cyr. 1, 4, 21; unvermuthet, λαμβάνεται Pol. 5, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρονόητος: -ον, περὶ οὗ δὲν ἐσκέφθη τις ἐκ τῶν προτέρων, ὁ ἐξαίφνης γινόμενος, ἀκρασία Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 6, 42· χώρα ἀπρ., περὶ ἧς δὲν ἐλήφθη πρόνοια, ἀπροφύλακτος, Πολύβ. 4. 5, 5· τόποι ἀπρονόητοι, μὴ ἐξερευνηθέντες, ὁ αὐτ. 3. 48, 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ σκεπτόμενος ἐκ τῶν προτέρων, μὴ προνοῶν, μὴ ὑπολογίζων τί δύναται νὰ συμβῇ: ἡ μὲν γὰρ ὀργὴ ἀπρονόητον Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 7, Πολύβ. 5. 7, 2· ἀπρ. τινος Λουκ. Δὶς Κατ. 2, κτλ.: - Ἐπίρρ. -τως Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21. κτλ. ἀπρονοήτως τινὸς ἔχειν Στράβ. 109· ἀντίθ. τῷ προνοίᾳ, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 151.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. 1 non prémédité;
2 non examiné ou exploré d’avance;
II. imprévoyant, inconsidéré.
Étymologie: ἀ, προνοέω.