ἀμνάς
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of ἀμνός,
A lamb, LXX Ge.21.28, al., J.AJ7.7.3.
German (Pape)
[Seite 126] άδος, ἡ, Lamm, v. l. für ἀμνίς, Theocr. 8, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἀμνός, ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμνίς, Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
jeune agnelle, animal.
Étymologie: ἀμνός.