ὀξυδορκία
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
English (LSJ)
ἡ,
A = ὀξυδερκία, Andronic.Rhod.p.572 M., Hippod. ap. Stob.4.39.26, Plot.5.9.1, etc.
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, = ὀξυδερκία, Luc. Macrob. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξυδορκία: ἡ, = ὀξυδερκία, Ἱππόδαμος παρὰ Στοβ. 555. 8, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vue perçante ou regard perçant.
Étymologie: ὀξυδερκής.