ὄροβος
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
English (LSJ)
ὁ,
A bitter vetch, Vicia Ervilia, Thphr.HP2.4.2, al., Dsc.2.108, Sammelb.4369a9 (iii B. C.), etc. : freq. in pl., of its seeds, Hp.VM8, Acut.21, Vict.2.45, Heraclit.4 (prob.), D.22.15, Arist.HA522b29, Thphr.HP8.1.4, D.Chr.6.62, etc. II = χάλαζα 11, Eust.853.55. (Cf. ἐρέβινθος.)
German (Pape)
[Seite 385] ὁ, ervum, die Kichererbse, Theophr. und Folgde, auch die Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
ὄροβος: ὁ, (ἴδε ἐρέβινθος, Λατ. erv-um) τὸ «ῥόβι», εἶδος ὀσπρίου, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ., Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, π. Διαίτ. Ὀξ. 387, Δημ. 598. 4, Ἀριστ., κτλ. 2) τὸ φυτὸν τὸ φέρον τὸν ὄροβον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 2. ΙΙ. = χάλαζα ΙΙ, Εὐστ. 853. 55.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ers ou vesce, sorte de lentille, plante ; graine de vesce.
Étymologie: cf. ἐρέπτω, lat. ervum.