σκάνδαλον
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
German (Pape)
[Seite 889] τό, spätere Form für σκανδάληθρον, 1) bes. ein dem Feinde gelegter Fallstrick, vgl. Schol. Il. 2, 67. – 2) Anstoß, Aergerniß, Skandal, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
σκάνδᾰλον: τό, (ἴδε σκανδάληθρον), παγὶς ἢ βρόχος στηθεὶς ὑπὸ ἐχθροῦ, Εβδ. (Ἰησ. ΚΓ΄, 13, Α΄, Βασ. ΙΗ΄, 21), πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ια΄, 7, Α΄, Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 7· - μεταφορ., πειρασμός, πρόσκομμα, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 7, κ. Λουκ. ιζ΄, 1, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
piège placé sur le chemin, obstacle pour faire tomber ; fig. scandale.
Étymologie: R. Σκαδ, tomber ; cf. lat. cadere.