αἰτιολογέω
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
A inquire into causes, reason, account for, ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.1p.31U., cf. Diocl.Fr.112, Plot.6.7.3, Plu.2.689b; τὸ ζητούμενον Aenesid. ap. S.E.P.1.181, cf. Demetr.Lac.1012.68:— Pass., ἐκ τοῦ συνδέσμου ᾐτιολογημένον ἐστίν the conjunction indicates that the cause resides in .., A.D.Conj.235.9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτιολογέω: ἐρευνῶ, ἀναζητῶ τὸ αἴτιον πράγματός τινος, εὑρίσκω καὶ ἐκθέτω αὐτό, ἐξηγῶ, δικαιολογῶ τι, Πλούτ. 2. 689Β· τὸ ζητούμενον, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 181: ὡσαύτως ὡς ἀποθ. αἰτιολογέομαι, Ἀπολλ. περὶ Συνδ. 507.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rechercher, expliquer les causes.
Étymologie: αἰτία, λόγος.