ἀτευχής
From LSJ
English (LSJ)
ές, (τεῦχος)
A unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: ἀ, τεῦχος.