στρέβλη

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρέβλη Medium diacritics: στρέβλη Low diacritics: στρέβλη Capitals: ΣΤΡΕΒΛΗ
Transliteration A: stréblē Transliteration B: streblē Transliteration C: strevli Beta Code: stre/blh

English (LSJ)

ἡ, (στρεβλός)

   A winch used in ship-building, A.Supp.441 (pl.= τὰ ξύλα τῶν νεῶν ἐν οἷς διασφηνοῦνται γομφούμενα (sic, fort. -μεναι), Hsch.).    2 in pl., the twisted cords in a mechanical toy, the untwisting of which releases the motive power, Arist.MA701b3,9.    3 clothes-press, prob. worked by a screw, Plu.2.950a.    4 part of a filter, τὸν τρυγώδη διὰ σάκκου καὶ στρέβλης ἠθεῖν οἶνον Phot. s.v. σακίζειν.    II an instrument of torture, Plb.18.54.7, LXX 4 Ma.7.4, J.AJ19.1.6, Luc.Nec.14, etc.    2 torture, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Diph.88, cf.PTeb.789.15 (ii B.C.), D.S. 13.86 (pl.), Phld.Rh.1.234 S.; ζημίαι καὶ σ. ib.2.152 S. (pl.).

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, eigtl. fem. von στρεβλός, ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; σκάφος στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προσηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.

Greek (Liddell-Scott)

στρέβλη: ἡ, (στρεβλός) ὄργανον πρὸς συστροφὴν ἢ περιαγωγήν, στροφεῖον, ὄνος, «μάγγανον», «ἀργάτης», Ἀριστ. π. Ζ. Κινήσ. 7, 7 κἑξ.· τοιαῦτα δέ τινα μηχανήματα θὰ ἦσαν καὶ αἱ στρέβλαι ναυτικαὶ παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκ. 441· - κοχλίας, Πλούτ. 2. 950Α. ΙΙ. ὄργανον βασανιστήριον, Πολύβ. 18. 37, 7, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 4, Λουκ., Ἡσύχ., κλπ. 2) μεταφορ., βάσανος, λύπας, μερίμνας, ἁρπαγάς, στρέβλας, νόσους Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 machine pour enlever des fardeaux, cabestan;
2 machine pour presser;
3 instrument de torture.
Étymologie: στρεβλός.