διατμήγω
English (LSJ)
aor. 1 διέτμηξα: aor. 2 διέτμᾰγον:—Pass., aor. 2 -τμάγην [μᾰ] (v. infr.):—Ep. for διατέμνω,
A cut in twain, ἔνθα διατμήξας .. then having cut [the Trojan host] in twain .., Il.21.3; νηχόμενος . . λαῖτμα διέτμαγον Od.7.276, cf. 5.409; ὦλκα δ., of ploughing, Mosch.2.81 (Med., ἀρούρας διατμήξασθαι A.R.1.628); Ἀπόλλωνα ἠελίοιο χῶρι δ. distinguish him from the Sun, Call.Fr.48:—Pass., διέτμαγεν (3pl. aor. 2 for -τμάγησαν) ἐν φιλότητι they parted friends, Il.7.302: abs., they parted, 1.531, Od.13.439; also, they were scattered abroad, Il. 16.354.
German (Pape)
[Seite 607] = διατέμνω (s. τμήγω), durchschneiden; τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον 7, 276; trennen, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; διέτμαγεν, = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρθμήσαντε Iliad. 7, 302; διέτμαγεν ἐν ὄρεσσιν sie zerstreuten sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς, wurden aus einander gesprengt, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, zerhauen. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτθὰ διατμήξας, zerschneiden, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.
Greek (Liddell-Scott)
διατμήγω: ἀόρ. α΄ διέτμηξα, ἀόρ. β΄ διέτμᾰγον, παθ. -μάγην· ― Ἐπ. ἀντὶ διατέμνω, κόπτω εἰς δύο, ἔνθα διατμήξας…, τότε διακόψας [τὸν Τρωικὸν στρατὸν] εἰς δύο…, Ἰλ. Φ. 3· νηχόμενος λαῖτμα διέτμαγον, κολυμβῶν διέσχισα τὸ κῦμα. Ὀδ. Η. 276· λαῖτμα διατμήξας ἐπέρησα Ε. 409· ὦλκα δ., ἐπὶ ἀρόσεως, Μόσχ. 81· (καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ ἀρούρας διατμήξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 628)· Ἀπόλλωνα ἠελίοιο δ., διακρίνω αὐτὸν ἀπὸ τοῦ Ἡλίου, Καλλ. Ἀποσπ. 48. ― Παθ., διέτμαγεν (γ΄ πληθ. ἀορ. β΄ ἀντὶ -μάγησαν) ἐν φιλότητι, ἐχωρίσθησαν φίλοι, Ἰλ. Η. 302· ἀπολ., ἐχωρίσθησαν, Α. 531. Ὀδ. Ν. 439· ὡσαύτως, διεσκορπίσθησαν μακράν, Ἰλ. Π. 354.
French (Bailly abrégé)
ao. διέτμηξα, ao.2 διέτμαγον;
1 couper en deux : λαίτμα δ. OD fendre le flot (en nageant);
2 séparer ; Pass. se séparer : ἐν φιλότητι IL avec des sentiments d’amitié ; abs. se séparer.
Étymologie: διά, τμήγω.