λάξις
From LSJ
English (LSJ)
(not λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) Ion. for λῆξις (A),
A that which is assigned by lot, an allotment of land, Hdt.4.21; μοίρης λ. SIG57.35 (Miletus, v B. C.); so prob. καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Call.Jov.80.
German (Pape)
[Seite 15] ἡ, ion. = λάχεσις, Her. 4, 21, das durch das Loos zugetheilte Stück Land.
Greek (Liddell-Scott)
λάξις: (οὐχὶ λᾶξις), ιος, ἡ, (λαχεῖν) ὡς τὸ λάχεσις, τὸ διὰ κλήρου ἀπονεμόμενον εἴς τινα, μέρος γῆς, Ἰων. τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. 4. 21· οὕτω πιθαν., καί σφε τεὴν ἐκρίναο λάξιν Καλλ. εἰς Δία 80. Πρβλ. λῆξις.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
lot de terre attribué par le sort.
Étymologie: R. Λαχ ; cf. λαγχάνω.