τρίζυγος
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
English (LSJ)
ον( η, ον S.Ichn.168), and τρίζυξ, ῠγος, ὁ, ἡ,
A three-yoked, three in union, Χαρίτων τριζύγων S.Fr.545; τρίζυγοι θεαί E.Hel.357 (lyr.); τριζυγέες Χάριτες AP11.27 (Maced.); also τρίζυγες κασίγνητοι ib.6.181 (Arch.). 2 triple, τριζύγης οἵμου βάσιν S.Ichn. l. c.; τρίζυγον ἑβδομάδα Supp.Epigr.3.216 (Attica, ii/i B. C.).
German (Pape)
[Seite 1142] = τρίζυξ, θεαί Eur. Hel. 362.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attelés ou unis à trois, qui forment un groupe de trois.
Étymologie: τρεῖς, ζυγόν.