περικάθαρμα
From LSJ
Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst
English (LSJ)
ατος, τό,
A expiation, ib.Pr.21.18. II = κάθαρμα 1.2, περικαθάρματα τοῦ κόσμου 1 Ep.Cor. 4.13, cf. Arr.Epict.3.22.78.
German (Pape)
[Seite 578] τό, = κάθαρμα, Apoll. L. H.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
περικάθαρμα: τό, καθαρμός, ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = κάθαρμα Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· ἄθλιος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 purification, expiation;
2 objet de purification ; d’où homme ou être impur.
Étymologie: περί, καθαίρω.