περικάθαρμα

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰθᾰρμα Medium diacritics: περικάθαρμα Low diacritics: περικάθαρμα Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΑΡΜΑ
Transliteration A: perikátharma Transliteration B: perikatharma Transliteration C: perikatharma Beta Code: perika/qarma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A expiation, ib.Pr.21.18.    II = κάθαρμα 1.2, περικαθάρματα τοῦ κόσμου 1 Ep.Cor. 4.13, cf. Arr.Epict.3.22.78.

German (Pape)

[Seite 578] τό, = κάθαρμα, Apoll. L. H.; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

περικάθαρμα: τό, καθαρμός, ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = κάθαρμα Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· ἄθλιος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 purification, expiation;
2 objet de purification ; d’où homme ou être impur.
Étymologie: περί, καθαίρω.