ἀφηδύνω
From LSJ
English (LSJ)
(ἡδύς)
A sweeten, Luc.Am.3; τὰς ἀκοάς Ph.1.353:—Pass., τὸ ἦθος Plu.Dio 17.
German (Pape)
[Seite 409] versüßen, Luc. Amor. 3; übertr., ἀφηδυ νόμενον ἦθος Plut. Dion. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηδύνω: μέλλ. -ῠνῶ, ἡδύνω, καθιστῶ τι ἡδύ, Λουκ. Ἔρωτ. 3, Πλουτ. Δίων 17.