γενειάω
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A = γενειάζω, grow a beard, get a beard, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι Od.18.269, cf. 176, Hp.Nat.Puer.20, X.An.2.6.28, etc.; εἰς ἄνδρα γενειῶν Theoc.14.28. 2 have a beard, Ar.Ec.145, Pl.Plt.270e, Arist.GA746b24, D.C.68.15.
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, mannbar werden; Hom. zweimal, Odyss. 18, 176 γενειήσαντα ἰδέσθαι Versende, 18, 269 γενειήσαντα ἴδηαι Versende; – Ar. Eccl. 145; γεγενείακε Philem. B. A. 87 (was von γενειάζω abgeleitet ist); οἱ μηδέπω γενειῶντες, die noch nicht mannbar sind, Plat. Polit. 270 e; Xen. An. 2, 6, 28 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάω: γενειάζω, τρέφω γενειάδα, προσκτῶμαι γενειάδα, ἐπὴν δὴ παῖδα γενειήσαντα ἴδηαι Ὀδ. Σ. 175, 268, πρβλ. Ἱππ. 240. 56, Πλάτ, Πολιτ. 270Ε, Ξεν., κτλ.· εἰς ἄνδρα γενειῶν Θεόκρ. 14. 28. 2) ἔχω γενειάδα, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 145, Ἀριστ. π. Ζ. Γ. 2. 7, 15.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et ao.
commencer à avoir de la barbe.
Étymologie: γένειον.