ἀποβολή
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ῆς, ἡ,
A throwing away, e.g. ὅπλων ib.943e sq.; jettison, Ph.2.413; in Gramm., dropping of a letter, etc., A.D.Pron.55.7,al.; τόνου Synt. 130.1. 2 loss, opp. κτῆσις, χρημάτων Pl.La.195e, Arist.EN1115a21, etc.; ἐπιστήμης Pl.Phd.75d, cf. Euphro 1.27: pl., τὰς τῶν κακῶν ἀ. Arist.Rh.1362a36, cf. Isoc.3.32.
German (Pape)
[Seite 297] ἡ, 1) das Wegwerfen, ὅπλων Plat. Legg. XII, 943 e. – 2) Verlust, χρημάτων Plat. Lach. 195 e; ἐπιστήμης Phaed. 75 e; Sp., z. B. Plut. Sol. 7. Im plur., Isocr. 3, 32; Ggstz λήψεις Arist. rhet. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβολή: ῆς, ἡ, τὸ ἀπορρίπτειν, ἀπόρριψις, καὶ τῆς τῶν κατά πόλεμον ὅπλων ἀποβολῆς Πλάτ. Νόμ. 943E κἑξ.· παρὰ γραμμ. ἡ ἀποβολὴ στοιχείου. 2) ἀπώλεια, «χάσιμον», Λατ. jactura. ἀντίθ. τῷ κτῆσις, χρημάτων ἀποβολὴ Πλάτ. Λάχ. 195Ε, Ἀριστ. κτλ.· ἐπιστήμης Πλάτ. Φαίδων 75Ε, πρβλ. Εὔφρονα ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 27· ἐν τῷ πληθ., τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς Ἀριστ. Ρητ. 1. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de jeter au loin;
2 perte;
3 t. de gramm. action de laisser tomber une lettre d’un mot.
Étymologie: ἀποβάλλω.