αἰσχυντικός
From LSJ
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
English (LSJ)
ή, όν,
A provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.